- φθονοῦμαι
- φθονέωbear ill-willpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθονούμαι — βλ. πίν. 74 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλληλοφθονούμαι — ( έομαι) φθονώ κάποιον και φθονούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + φθονώ ( ούμαι)] … Dictionary of Greek
επίφθονος — η, ο (Α ἐπίφθονος, ον) [φθόνος] 1. αυτός που προκαλεί φθόνο, ο μισητός («αἱ λίην ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐπίφθονοι γίνονται», Ηρόδ.) 2. άξιος να φθονείται, επίζηλος («είναι η ζωή θαυμαστή και επίφθονη», Παπαντ.) αρχ. 1. αυτός που έχει φθόνο ή… … Dictionary of Greek